ΠΟΛΕΜΟΚΑΠΗΛΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΙ

Το παρακάτω άρθρο της σελίδας Internationalist Perspective μεταφράστηκε στα ελληνικά από την ομάδα “Λιποτάκτ(ες)τριες από την Καπιταλιστική Ειρήνη”

WARMONGERS LEFT AND RIGHT

 

Για τη διάδοση της διεθνιστικής προσέγγισης και για την υπονόμευση κάθε κοπής διαταξικής πατριωτικής ενότητας δημοσιοποιούμε μεταφρασμένο το παρακάτω κείμενο με την ελπίδα να εμπλουτίσει τα εργαλεία οποιουδήποτε στον ενδοκινηματικό χώρο δεν έχει καμιά λενινιστική-τριτικοσμιστική ψευδαίσθηση ότι η εθνική προηγείται της κοινωνικής χειραφέτησης.

Το κείμενο ανακτήθηκε από την ιστοσελίδα της ομάδας Internationalist Perspective. Γράφτηκε λίγο μετά τα γεγονότα της 7ης Οκτώβρη, αλλά το περιεχόμενό του εξακολουθεί να είναι επίκαιρο — σήμερα ειδικά που η αντι-ιμπεριαλιστική και η αντι-αποικιοκρατική ιδεολογία έχει ηγεμονεύσει και με την ευκαιρία της πρόσφατης εκεχειρίας γιορτάζεται η «νίκη των όπλων της αντίστασης» και η «απροσκύνητη Γάζα». Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας ιστορικούς παραλληλισμούς καταφέρνει να προχωρήσει ένα βήμα πέρα από τη συνήθη συγκινησιακή προσέγγιση του ζητήματος. Τέτοιες προσεγγίσεις τείνουν να βλέπουν στην περιοχή μια συνθήκη μοναδικότητας, μοναδικότητας που με τη σειρά της δικαιολογεί την υιοθέτηση πολιτικών προσεγγίσεων με την ταξική ανάλυση να πηγαίνει περίπατο. Αναδεικνύοντας, αντιθέτως, τις εθνοτικές-φυλετικές διαστάσεις των ταξικών διαχωρισμών και τη φύση της κρατικής εξουσίας στην Παλαιστίνη-Ισραήλ, το κείμενο καταδεικνύει και τον ρόλο που επιτελεί η Χαμάς ως διαχειριστής του προλεταριάτου στη Γάζα και ως υπεργολάβος του Ισραηλινού κράτους, ξεπερνώντας τη συνήθη αριστερή αντίληψη που την αντιμετωπίζει ως φορέα της «απελευθέρωσης».

Ιστορικά, η εθνικοποίηση των ταξικών αγώνων στο Ισραήλ –που κάθε φορά επιτυγχάνεται με τη μεσολάβητική παρέμβαση του Κράτους και της εκάστοτε αστική τάξης– έχει οδηγήσει στο να ριζώσει βαθιά ο εθνικισμός στην περιοχή. Ως ένα βαθμό, και ο πρόσφατος πόλεμος της Χαμάς (από κοινού με άλλες εθνικιστικές οργανώσεις) και του ισραηλινού στρατού επιχειρεί να εξάγει τις εσωτερικές κοινωνικές-ταξικές συγκρούσεις της κάθε πλευράς ως μία σύγκρουση μεταξύ «εθνών»· σύγκρουση που έφτασε να αιματοκυλίσει σε υπερπολλαπλάσιο βαθμό το κομμάτι του προλεταριάτου που έχει ζωοποιηθεί στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου καθεστώτος απαρτχάιντ που κρατάει δεκαετίες. Δεν περιμένουμε προφανώς να αλλάξουμε αυτή τη συνθήκη απλά μεταφράζοντας το ένα ή το δείνα κείμενο, αλλά ούτε και σκοπεύουμε να αναπαράγουμε «από τα κάτω» εθνικιστικά αφηγήματα. Έχουμε τα μάτια στραμμένα στις –σχετικά αδύναμες αλλά παρούσες– αντιπολεμικές διαμαρτυρίες στο Ισραήλ και στα συμπεριληπτικά σωματεία και οργανώσεις στην περιοχή. Και γνωρίζοντας ότι η ιστορία του Ισραήλ/Παλαιστίνης δεν υπήρξε γραμμική και η διαδικασία της φυλετικοποίησης ανά περιόδους συνάντησε σκληρές αντιστάσεις από κομμάτια και της ισραηλινής και της παλαιστινιακής εργατικής τάξης, θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να βλέπουμε στο πολυεθνικό προλεταριάτο τη μόνη αδελφοποιό ειρηνοποιό δύναμη (και ακόμα την κύρια επαναστατική δύναμη) στην περιοχή· εκτός αν ζητάμε μία ειρήνη που τους όρους και τα εχέγγυα της θα καθορίσουν (για άλλη μια φορά) τα κράτη και τα αφεντικά, όπως επιδιώκεται αυτήν την περίοδο.

Λιποτάκτ(ρ)ιες από την Καπιταλιστική Ειρήνη

[email protected]

24-1-2025

****

ΠΟΛΕΜΟΚΑΠΗΛΟΙ ΑΡΙΣΤΕΡΟΙ ΚΑΙ ΔΕΞΙΟΙ

Η ανθρωπότητα παρακολουθεί με τρόμο έναν από τους πιο προηγμένους στρατούς στη γη να ισοπεδώνει μια ανυπεράσπιστη σε γενικές γραμμές περιφραγμένη αστική ζώνη σαν να παίζει κάποιο παιχνιδάκι. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που υπάρχει διάχυτη οργή και η αξίωση παντού στον κόσμο να σταματήσει αυτή η παράνοια. Αλλά αντί να σταματήσουν τον πόλεμο, πολλοί αριστεροί θέλουν να τον συνεχίσουν στο πλευρό της Χαμάς. Και θέλουν να παραβλέψουμε τη βία που άσκησε από την πλευρά της κατά αθώων ανθρώπων, επειδή το έκανε για καλό σκοπό. Ήταν, όμως, αλήθεια για καλό σκοπό; Οι απολογητές της Χαμάς υποστηρίζουν ότι ο στρατός της είναι αυτόχθονες μαχητές της ελευθερίας, οι οποίοι εξεγείρονται ενάντια σε μια αποικιακή δύναμη και πως η ιστορία των αποικιακών πολέμων μάς δείχνει ότι αυτού του είδους οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτα βίαιες με πολλά αθώα θύματα και στις δύο πλευρές. Ισχυρίζονται ότι είναι υπόθεση των «μαχητών της ελευθερίας» το πώς θα διεξάγουν τον αγώνα τους και όσοι υποστηρίζουν την απελευθέρωση του «παλαιστινιακού λαού» δεν πρέπει να αμφισβητούν τις μεθόδους τους. Ειδικά, αν είναι λευκοί και ζουν σε χώρες που οι ίδιες είχαν κάποτε αποικίες. Οι ενοχές για τη συμπεριφορά -παρελθούσα ή τρέχουσα- των χωρών «τους» θα πρέπει να φιμώσουν κάθε κριτική σκέψη σχετικά με τις τακτικές και τους στόχους του «αντιαποικιακού» αγώνα. Δεν είναι σε θέση να «δίνουν μαθήματα ηθικής στην αντίσταση».

Οι απολογητές της άλλης πλευράς, οι Σιωνιστές, χρησιμοποιούν ακριβώς το ίδιο επιχείρημα. Κάθε κριτική προς το σιωνιστικό κράτος πρέπει να σιγήσει από τις ενοχές για τους αντισημιτικούς διωγμούς του παρελθόντος εναντίον των Εβραίων στην Ευρώπη. Αφού υπήρξε από τη μια το Ολοκαύτωμα και από την άλλη η Νάκμπα, κάθε πλευρά ισχυρίζεται ότι η βαρβαρότητα που υπέστη δικαιολογεί και τη δική της βαρβαρότητα.

Δεν είναι όμως το χρώμα του δέρματος ή ο τόπος καταγωγής που καθορίζουν το σωστό ή το λάθος μιας σκοπιάς.

Θυμάμαι μια συζήτηση που είχα το 1976 με αριστερούς φίλους που έλεγαν ότι δεν έπρεπε να κριτικάρουμε τους Ερυθρούς Χμερ του Πολ Ποτ·[1] δεν είχαμε δικαίωμα να το κάνουμε, επειδή ήμασταν λευκοί Ευρωπαίοι. Για αυτούς, οι Ερυθροί Χμερ ήταν μαχητές της ελευθερίας· η καταγγελία τους από μεριάς μας ισοδυναμούσε με υποστήριξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Σήμερα πια κανείς, βέβαια, δεν ψάχνει δικαιολογίες για τα σφαγεία του Πολ Ποτ. Θα μπορούσαν, όμως, κάποιοι να διαφωνήσουν λέγοντας ότι αυτό ήταν διαφορετικό: οι Ερυθροί Χμερ δολοφονούσαν κυρίως τους δικούς τους ανθρώπους. Ναι…, αλλά το ίδιο κάνει και η Χαμάς.

Όπως υποστήριξε η IP στο «Ο φονικός κόσμος του καπιταλισμού»,[2] δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Χαμάς γνώριζε ότι η επιχείρηση της 7ης Οκτωβρίου θα οδηγούσε σε μαζική αιματοχυσία και καταστροφή στη Γάζα και ότι αποφάσισε ψυχρά πως άξιζε το τίμημα. Μας έχει απομείνει άραγε ακόμα αρκετή ανθρωπιά ώστε να εξοργιζόμαστε με αυτή τη θυσία χιλιάδων συνανθρώπων μας εξαιτίας της δίψας της Χαμάς για εξουσία;

Για ποιο πράγμα αγωνίζεται η Χαμάς;

Οι «μαχητές της ελευθερίας», όπως η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ, πολεμούν για την απελευθέρωση; Απελευθέρωση ποιανού και από τι; Θα ήταν ελεύθεροι οι κάτοικοι της Γάζας και της Δυτικής Όχθης αν ζούσαν σε ένα ισλαμιστικό κράτος της Χαμάς; Τι ακριβώς σημαίνει «ελεύθερη Παλαιστίνη»;

Ο σκοπός και τα μέσα είναι στενά συνδεδεμένα. Όσα κάνει η Χαμάς -το ότι καταστέλλει βίαια απεργίες, φυλακίζει και βασανίζει αντιπάλους, σκοτώνει αμάχους, παίρνει ομήρους παιδιά και ηλικιωμένους κ.λπ.- δείχνουν ποια είναι η στόχευσή της: η δημιουργία ενός ισχυρού κράτους που καταπατά αδίστακτα τις ελευθερίες των πολιτών του. Το περασμένο καλοκαίρι [σ.τ.μ. 2023] υπήρξαν πολλές κοινωνικές διαμαρτυρίες στη Γάζα. Διαδηλώσεις για νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, για καλύτερους μισθούς. Η Χαμάς τις κατέστειλε, αν και λιγότερο βίαια από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια (ειδικά τον Μάρτιο του 2019), σαν να φοβόταν μήπως ρίξει λάδι στη φωτιά. Το θεαματικό ξέσπασμα της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου ακολούθησε μετά από αυτό το «θερμό» καλοκαίρι. Μία σύνδεση μεταξύ των δύο γεγονότων είναι πολύ πιθανή. Η Χαμάς επεδίωκε να αποκαταστήσει το κύρος της, τόσο στη Γάζα όσο και στη Δυτική Όχθη. Το ότι αυτή η ενέργεια θα είχε αυτή τη συνέπεια ήταν μια αναμενόμενη εξέλιξη. Η αίσθηση αδυναμίας των Παλαιστινίων, λέει ο ειδικός σε θέματα Παλαιστίνης Emilio Minassian «παράγει μια διττή λογική πικρίας: επιθυμία για αναγνώριση από τη μία πλευρά και για εκδίκηση από την άλλη».[3]

Η Χαμάς δεν είναι χειρότερη ή πιο σκληρή από το ισραηλινό κράτος. Και οι δύο ενεργούν βάσει μιας παρόμοιας λογικής που οδηγεί στην αιματοχυσία αθώων. Αλλά όπως τα μέσα τους διαφέρουν, έτσι διαφέρουν και οι τακτικές και οι στρατηγικές τους. Πρόκειται για μια ασύμμετρη σύγκρουση.

Κατά συνέπεια η βαρβαρότητά τους εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Η μία κόβει κεφάλια, το άλλο σπέρνει βόμβες. Και οι δύο είναι τρομοκράτες, αφού η διασπορά του τρόμου είναι ο κύριος στόχος τους. Ο φόβος ως πολιτικό όπλο γίνεται όλο και περισσότερο η νόρμα στην εποχή μας.

Πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μια χώρα που να ανήκει «στον λαό». Παντού η γη και τα πάντα πάνω σ’ αυτήν ανήκουν στους ιδιοκτήτες. Δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα εθνικού «απελευθερωτικού» αγώνα που να απελευθέρωσε την πλειοψηφία του πληθυσμού από την πείνα και την αδυναμία. Καθένας τους υπήρξε ένας αγώνας μεταξύ καπιταλιστικών οντοτήτων και οι αριστεροί ανέκαθεν έβρισκαν μια πλευρά για να υποστηρίξουν.

Οι ίδιες αριστερές ομάδες που τώρα πιστεύουν ότι η εναντίωση στη συλλογική τιμωρία της Γάζας συνεπάγεται την υποστήριξη της Χαμάς, πίστευαν ότι η εναντίωση στον πόλεμο στο Βιετνάμ συνεπαγόταν την υποστήριξη του σταλινικού κράτους του Βορείου Βιετνάμ. Δύο εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους σε εκείνον τον πόλεμο. Το Βιετνάμ «νίκησε». Τώρα είναι ένα αστυνομικό κράτος που έχει γίνει υποτελής εμπορικός και στρατιωτικός εταίρος της χώρας από την οποία «απελευθερώθηκε». Οι Βιετναμέζοι εργάζονται τώρα σε εργοστάσια για την αμερικανική αγορά με μισθούς χαμηλότερους από αυτούς της Κίνας, φορώντας πάνες για να μην κάνουν διαλείμματα για τουαλέτα. Τώρα μπορούν να πίνουν κόκα-κόλα στο Ανόι· ή pepsi… υπάρχει ελευθερία επιλογής.

Θα μπορούσαμε να κάτσουμε να εξαντλήσουμε τη λίστα των εθνικών «απελευθερώσεων», αλλά κάτι τέτοιο θα μας πήγαινε πολύ μακριά. Προφανώς, αυτό δεν σημαίνει ότι τα αποικιοκρατικά καθεστώτα ήταν καλύτερα. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού στις περισσότερες χώρες που απελευθερώθηκαν από τον αποικιακό ζυγό ζει σε μεγάλη δυστυχία δεν οφείλεται στην εθνική τους «απελευθέρωση», αλλά αντίθετα συμβαίνει σε πείσμα αυτής. Καθίσταται ταυτόχρονα σαφές ότι ο εθνικός αγώνας είναι εξ ορισμού ένας αστικός αγώνας που δεν οδηγεί σε πραγματική απελευθέρωση. Αντίθετα, ειδικά στην εποχή μας, αποτελεί εμπόδιο. Η κατάργηση των αποικιοκρατικών καθεστώτων με τον εγγενή ρατσισμό τους είναι καλό πράγμα. Αλλά ακόμα και σε μια αδιαμφισβήτητη πρόοδο, όπως η κατάργηση του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, πρέπει να δούμε τα όρια. Πρόκειται για μια χώρα όπου το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών είναι από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, όπου η ανεργία είναι υψηλότερη από ποτέ, όπου απεργοί θερίζονται με πολυβόλα, όπου εργάτες χωρίς χαρτιά ρίχνονται στη φυλακή… ο αγώνας για πραγματική ελευθερία εκεί δεν έχει ακόμη ξεκινήσει.

Turner και Bacon

Ένα άλλο παράδειγμα που χρησιμοποιούν οι απολογητές της Χαμάς είναι η εξέγερση του Τέρνερ. Ο Νατ Τέρνερ ήταν ένας σκλάβος που ηγήθηκε μιας αιματηρής εξέγερσης στη Βιρτζίνια το 1831. Στόχος του ήταν να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους λευκούς. Ολόκληρες οικογένειες σφαγιάστηκαν. Κατά την άποψή τους, αυτή η σφαγή, όπως και η σφαγή της Χαμάς της 7ης Οκτωβρίου, δεν ήταν λάθος αυτών που τη διέπραξαν. Είναι, όπως το έθεσε ο Franz Fanon, «η βία του αποικιοκρατούμενου που στρέφεται ενάντια στον δυνάστη».

Αυτό υποβιβάζει τον Turner και τη Χαμάς σε άβουλα πλάσματα, χωρίς αυτενέργεια, σε απλές μηχανές που αντανακλούν τη βία που δέχονται, όπως ένας τοίχος στέλνει πίσω μια μπάλα του τένις. Σαν να μην είχαν άλλη επιλογή. Υπάρχουν, ωστόσο, άλλα παραδείγματα εξεγέρσεων ενάντια στην καταπίεση που δεν εξελίχθηκαν σε φυλετικούς ή εθνοτικούς πολέμους. Η πρώτη μεγάλη εξέγερση στην Αμερική ήταν η εξέγερση του Μπέικον το 1676-1677. Σε αυτήν, φτωχοί λευκοί και μαύροι σκλάβοι πολέμησαν μαζί εναντίον της αποικιακής κυβέρνησης στη Βιρτζίνια. Κατέλαβαν την τότε πρωτεύουσα Τζέιμσταουν. Μόνο όταν έφτασε στρατός εκστρατείας από την Αγγλία στάθηκε δυνατόν να κατασταλεί η εξέγερση.

Οι μαύροι σκλάβοι και οι λευκοί προλετάριοι είχαν τα ίδια συμφέροντα. Ακόμη και αν αφήσουμε κατά μέρος την ηθική διάσταση (και οπωσδήποτε δεν θέλω με μια τέτοια προσέγγιση να εξιδανικεύσω την εξέγερση του Μπέικον), θα πρέπει να είναι σαφές ότι οι σκλάβοι που πολέμησαν με τον Μπέικον επέλεξαν μια πολύ πιο αποτελεσματική και έξυπνη μέθοδο αγώνα από εκείνους που ακολούθησαν τον Τέρνερ: μια συμμαχία βασισμένη σε κοινωνικές τάξεις με κοινά συμφέροντα και όχι στο χρώμα του δέρματος ή τη θρησκεία. Αυτό το κατάλαβαν και οι αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η εξέγερση του Μπέικον προκάλεσε πανικό στους κύκλους τους. Ο φόβος ότι θα μπορούσαν να αγωνιστούν ξανά από κοινού αδύναμοι λευκοί και μαύροι άνθρωποι ήταν μεγάλος. Λίγο αργότερα, εισήχθησαν οι Νόμοι για τους Σκλάβους της Βιρτζίνια, ένα σύστημα απαρτχάιντ που σκλήρυνε τη φυλετική φύση της δουλείας και περιόριζε αυστηρά τις επαφές μεταξύ λευκών και μαύρων.

Η αδιαφιλονίκητη πραγματικότητα είναι ότι οι μαύροι σκλάβοι δεν θα μπορούσαν να χειραφετηθούν χωρίς τη βοήθεια της λευκής εργατικής τάξης και ότι το μαύρο προλεταριάτο στις ΗΠΑ σήμερα χρειάζεται απεγνωσμένα αυτή την διαφυλετική αλληλεγγύη. Το ίδιο ισχύει και για τους Παλαιστίνιους. Δεν μπορούν να απελευθερωθούν χωρίς την υποστήριξη της ισραηλινής εργατικής τάξης. Και αυτή τη στήριξη δεν μπορούν να την αποκτήσουν δολοφονώντας, αλά Τέρνερ, όσο μπορούν περισσότερους Εβραίους. Ακριβώς όπως εκείνοι που βρίσκονταν στην εξουσία μετά την εξέγερση του Μπέικον έκαναν ό,τι μπορούσαν για να διαχωρίσουν τους λευκούς και τους μαύρους, έτσι και εκείνοι που βρίσκονται στην εξουσία στο Ισραήλ-Παλαιστίνη, οι Σιωνιστές και οι Ισλαμιστές, κάνουν ό,τι μπορούν για να φέρουν Εβραίους και Άραβες αντιμέτωπους, τον έναν απέναντι στον άλλο. Τα πάντα για να εμποδίσουν τους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς προλετάριους να ανακαλύψουν ότι έχουν κοινά συμφέροντα.

Μήπως πρόκειται για έναν αντι-αποικιακό πόλεμο;

Το κράτος του Ισραήλ, όπως και οι ΗΠΑ, δημιουργήθηκε με την εγκατάσταση κυρίως λευκών Ευρωπαίων σε μια γη από την οποία εκδιώχθηκαν οι περισσότεροι κάτοικοι που ζούσαν έως τότε στην περιοχή. Βάζοντας δίπλα-δίπλα χάρτες διαφορετικών ετών, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει λεπτομερώς την ανάπτυξη των δύο χωρών και τη συρρίκνωση της επικράτειας των «ιθαγενών». Και η εκδίωξη αυτή των ιθαγενών συνεχίζεται και στις μέρες μας. Στη Δυτική Όχθη επιταχύνθηκε στη διάρκεια της τελευταίας ακροδεξιάς κυβέρνησης Νετανιάχου και βρίσκεται σε έξαρση από τότε που ξεκίνησε ο σημερινός πόλεμος, με τους εποίκους να παίζουν τον ρόλο φανατικών ταγμάτων κρούσης. Όπως έκαναν οι ΗΠΑ με τους Ινδιάνους, το σιωνιστικό κράτος θέλει να κλείσει τους Παλαιστίνιους σε καταυλισμούς. Ωστόσο, το Ισραήλ ελέγχει ήδη το έδαφος, δεν είναι μια αποικιοκρατική δύναμη που επεκτείνει την επικράτειά του. Αυτό που κάνει είναι να διαχειρίζεται τους κατοίκους του, σπρώχνοντάς τους σε διάφορες ζώνες μέσα από τις οποίες θα εξασφαλίσει τη διαίρεσή τους και άρα την κυριαρχία του κράτους.

Άρα, ενώ οι τακτικές μπορεί να είναι παρόμοιες, δεν μπορούμε να μιλάμε για αποικιακό πόλεμο. Όπως επισημαίνει, όμως, ο Minassian, υπάρχει και μια ιδεολογική ομοιότητα με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία:

«Το Ισραήλ κληρονόμησε την ευρωπαϊκή λογική, η οποία συνίσταται στην “απανθρωποποίηση/ζωοποίηση” του εργατικού δυναμικού με βάση φυλετικά κριτήρια, χαράσσοντας ένα σύνορο μεταξύ πολιτισμένου και προ-πολιτισμένου κόσμου. Αυτό το μοντέλο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη στο Ισραήλ· οι άνθρωποι στη Γάζα σφαγιάζονται αυτή τη στιγμή σύμφωνα με αυτή τη λογική: θάβονται κάτω από βόμβες χωρίς άλλο πολιτικό σκοπό από το να τους “τιθασεύσουν”, να τους υπενθυμίσουν την ιεραρχία που χωρίζει τις ανθρώπινες ομάδες σε αυτό το μέρος του κόσμου. Όταν ένας σκύλος δαγκώνει, πυροβολείς ολόκληρη την αγέλη».[4]

Και προσθέτει:

«Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι τα όρια ανάμεσα στον πολιτισμένο και το ζώο είναι ρευστά. Ήταν και παραμένουν ενεργά μέσα στην ίδια την ισραηλινοεβραϊκή ιθαγένεια. Οι Άραβες Εβραίοι (mizrahis) και οι Αιθίοπες Εβραίοι (fallashas) βρίσκονταν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη λάθος πλευρά του φράχτη και λειτουργούσαν ως ένα είδος ντόπιου βοηθητικού εργασιακού προσωπικού που χρησιμοποιούνταν για τον κατευνασμό των υπολοίπων ιθαγενών».[5]

Ωστόσο, οι αποικιοκρατικοί πόλεμοι διεξάγονται μεταξύ ενός ιθαγενούς πληθυσμού, υπό την ηγεσία μελών της ντόπιας ανώτερης κοινωνικής τάξης και μιας ξένης δύναμης που ελέγχει το κράτος και αποκομίζει το μεγαλύτερο μέρος των κερδών της εγχώριας οικονομίας. Μία σύγκρουση μεταξύ δύο χωρών. Αυτό δεν συμβαίνει στο Ισραήλ-Παλαιστίνη, λέει ο Minassian, και με αυτή την έννοια, λέει, η σύγκρουση δεν είναι αποικιακή. Πρόκειται, εκ των πραγμάτων, για μία χώρα, μία οικονομία, με επίκεντρο το Τελ Αβίβ, της οποίας οι πόλεις στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα είναι τα εξαθλιωμένα περιθωριοποιημένα προάστια. Και οι κάτοικοι της Γάζας επίσης χρησιμοποιούν το ισραηλινό νόμισμα, καταναλώνουν ισραηλινά προϊόντα και έχουν ισραηλινές ταυτότητες. Οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί προλετάριοι είναι μέρη του ίδιου συνόλου. Πολλοί Παλαιστίνιοι από τη Δυτική Όχθη εργάζονται, νόμιμα ή παράνομα, στο Ισραήλ και στις αποικίες. Συχνά μιλούν εβραϊκά. Ο Minassian αφηγείται:

«Έχω περάσει απογεύματα ακούγοντας τους ημερομίσθιους εργάτες ενός από τους προσφυγικούς καταυλισμούς [στη Δυτική Όχθη] να μιλάνε για το πώς γίνεται στην πράξη η εθνικοποίηση του εργατικού δυναμικού στα εργοτάξια της ισραηλινής πρωτεύουσας: οι εργολάβοι στις κατασκευές είναι Ασκενάζι Εβραίοι, οι Παλαιστίνιοι Ισραηλινοί [παλαιστίνιοι του ’48] φροντίζουν για την πρόσληψη εργατών από τα κατεχόμενα εδάφη, οι εργοδηγοί είναι Σεφαρδίτες Εβραίοι που μιλούν επίσης αραβικά, κ.λπ. Και ύστερα υπάρχουν και όλοι οι άλλοι εισαγόμενοι προλετάριοι: Οι Ταϊλανδοί, οι Κινέζοι, οι Αφρικανοί, οι οποίοι βρίσκονται στην πραγματικότητα στη χειρότερη θέση, καθώς είναι όλοι μετανάστες χωρίς χαρτιά. Καμία από αυτές τις ομάδες δεν μπορεί να αναμειχθεί με την άλλη, κάθε ομάδα έχει το δικό της καθεστώς και τη δική της διακριτή θέση στις σχέσεις παραγωγής».[6]

Το Ισραήλ έχει εξελιχθεί με αστραπιαία ταχύτητα από τότε που πρωτοϊδρύθηκε, με αμερικανική κυρίως βοήθεια. Χάρη, κυρίως, στην μαζική αξιοποίηση της παλαιστινιακής εργασιακής δύναμης εκείνη την περίοδο έγινε μια ισχυρή οικονομία, μια ιδιαίτερα ανεπτυγμένη χώρα. Αλλά η ισχυρή ανάπτυξη σταμάτησε τη δεκαετία του 1980: χρηματιστηριακό κραχ το 1983, πληθωρισμός 445% το 1984, έλλειμμα ρεκόρ στο ισοζύγιο πληρωμών. Ακολούθησε η διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ, η οποία έφερε μαζική μετανάστευση, ιδίως Ρώσων Εβραίων. Αυτές οι εξελίξεις σήμαιναν ότι η ισραηλινή βιομηχανία χρειαζόταν πια πολύ λιγότερο παλαιστινιακό εργατικό δυναμικό. Η παλαιστινιακή ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη. Το Ισραήλ έγινε πρωτοπόρο στη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, αλλά έχει φορτωθεί μια τεράστια μάζα «πλεοναζόντων» προλετάριων, γεγονός που δεν ισχύει για κανένα άλλο από τα πρωτοπόρα καπιταλιστικά κράτη. Υπό αυτή την έννοια είναι που ο Minassian βλέπει στην ισραηλινο-παλαιστινιακή οικονομία μια μεταφορά για την παγκόσμια οικονομία.

Η απάντηση του ισραηλινού κράτους σε αυτή την κατάσταση ήταν μια πολιτική διαχωρισμού, εγκλωβισμού των Παλαιστινίων σε θύλακες και ανάθεσης της διαχείρισής τους σε τοπικούς υπεργολάβους.

«Αυτή η μαζική περίφραξη, αυτή η επιχείρηση διαχωρισμού μεταξύ χρήσιμου και πλεονάζοντος προλεταριάτου σε εθνοθρησκευτική βάση, ξεκίνησε ταυτόχρονα με την ειρηνευτική διαδικασία[7], η οποία στην πραγματικότητα ήταν μια διαδικασία εξωτερικής ανάθεσης του κοινωνικού ελέγχου του πλεονάζοντος πληθυσμού», [8]

λέει ο Minassian. Έτσι, σε αντίθεση με μια αποικιακή σύγκρουση

«Βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση όπου το διακύβευμα δεν είναι τόσο η εκμετάλλευση ενός ιθαγενούς πληθυσμού όσο η διαχείριση ενός πλεονάζοντος προλεταριακού πληθυσμού, σε κλίμακα που δεν έχει ανάλογο στα κέντρα της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Για κάθε εργαζόμενο με σύμβαση εργασίας στο Ισραήλ, υπάρχει άλλος ένας που συντηρείται περιορισμένος σε ένα από τα μεγάλα περίκλειστα προάστεια υπό παλαιστινιακή δικαιοδοσία: τη Λωρίδα της Γάζας και τις πόλεις της Δυτικής Όχθης. Αυτοί είναι σχεδόν πέντε εκατομμύρια προλετάριοι παρκαρισμένοι λίγα χιλιόμετρα μακριά από το Τελ Αβίβ, αόρατοι, που ζουν από την πώληση της εργασιακής τους δύναμης από μέρα σε μέρα, φρουρούμενοι από στρατιώτες για να τους εμποδίσουν να βγουν από τα κλουβιά τους».[9]

Από όλες τις πόλεις και τους προσφυγικούς καταυλισμούς της Δυτικής Όχθης πιο πολύ η Γάζα είναι ο σκουπιδοτενεκές της ισραηλινής οικονομίας. Η ανεργία των νέων εκεί ξεπερνά το 70% (πριν από την τρέχουσα εισβολή). Όλοι αυτοί οι πλεονάζοντες εργαζόμενοι επιβιώνουν στην παραοικονομία με οικονομική βοήθεια από διάφορες πηγές, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Τα χρήματα αυτά διανέμονται από τους υπεργολάβους, τη Χαμάς και τη λεγόμενη Παλαιστινιακή Αρχή, οι οποίες εκτελούν και άλλες κρατικές λειτουργίες, κυρίως διασφαλίζοντας την «τάξη», αλλά και εισπράττοντας τους φόρους, εξαναγκάζοντας νέους άνδρες να καταταχτούν στον στρατό τους, καταστέλλοντας άλλες παραστρατιωτικές ομάδες κ.λπ. Οι υπεργολάβοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους, προσπαθώντας να ανακτήσουν τη φθίνουσα επιρροή τους στον απογοητευμένο παλαιστινιακό πληθυσμό. Ταυτόχρονα, προσπαθούν να ενισχύσουν τη θέση τους απέναντι στον πελάτη τους, το ισραηλινό κράτος. Σύμφωνα με τον Minassian, εκεί μέσα πρέπει να αναζητήσουμε την εξήγηση της στρατηγικής της Χαμάς. Η Χαμάς θέλει να καταστήσει τον εαυτό της «αναντικατάστατο». Αυτό δεν έχει καμία σχέση με κάποιο απελευθερωτικό αγώνα.

Δεν πρόκειται για τοπική σύγκρουση

Η εσωτερική, όμως, δυναμική στο Ισραήλ-Παλαιστίνη είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας. Υπάρχει, επιπλέον, και η γεωπολιτική σύγκρουση μεταξύ της Αμερικής και των ανταγωνιστών της. Η δημιουργία του κράτους του Ισραήλ συνοδεύτηκε από ένα κύμα αποαποικιοποίησης, καθώς η αμερικανική πίεση τερμάτισε τα περισσότερα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά καθεστώτα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αμφότερα ήταν αποτελέσματα μιας παγκόσμιας μετατόπισης ισχύος από την Ευρώπη στις ΗΠΑ. Μια στρατιωτικοποιημένη λευκή αποικία με έναν ισχυρό, εξοπλισμένο από τους Αμερικανούς στρατό ταίριαζε απόλυτα στα γεωπολιτικά σχέδια των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή. Και καθώς αυξανόταν η σημασία των πετρελαϊκών πόρων, αυξανόταν παράλληλα και η σημασία του Ισραήλ για την Ουάσιγκτον. Από την αρχή, μέχρι και σήμερα ακόμα, το γεωπολιτικό πλαίσιο καθορίζει τι συμβαίνει στο Ισραήλ-Παλαιστίνη. Με αυτή την έννοια, επίσης, δεν πρόκειται για έναν αποικιακό πόλεμο, αλλά για μια ενδοϊμπεριαλιστική σύγκρουση. Γράψαμε περισσότερα γι’ αυτό στο προηγούμενο άρθρο, «Ο φονικός κόσμος του καπιταλισμού». Η πολιτική της διαμόρφωσης, από την πλευρά των ΗΠΑ, μιας ισχυρής φιλοαμερικανικής συμμαχίας γύρω από το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία ενάντια στο Ιράν υπήρξε ένας σημαντικός παράγοντας. Το Ιράν είναι ο προστάτης της στρατιωτικής πτέρυγας της Χαμάς (η «πιο μετριοπαθής» πολιτική πτέρυγα χρηματοδοτείται από το Κατάρ), όπως ακριβώς οι ΗΠΑ είναι ο προστάτης των IDF. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων και των όπλων που χρησιμοποιούνται στον πόλεμο προέρχονται από άλλες χώρες. Μόνο οι απώλειες είναι «ντόπιες».

Σε εκείνο το άρθρο, είχαμε τονίσει την έλλειψη προοπτικής του παγκόσμιου καπιταλισμού, τη βεβαιότητα ότι η κρίση του θα βαθύνει. Η συστημική κρίση αποσταθεροποιεί τον κόσμο, κλονίζει τις υπάρχουσες ισορροπίες. Η αύξηση των εξοπλιστικών δαπανών και των στρατιωτικών συγκρούσεων είναι μια παγκόσμια τάση. Παγωμένα μέτωπα αναθερμαίνονται, γίνονται ξανά ενεργά: στην Ουκρανία, στην Αφρική, στο Καραμπάχ και τώρα στη Γάζα. Δεν είναι νεοεμφανιζόμενες οι συγκρούσεις, αλλά οι ήδη υπάρχουσες φουντώνουν πάλι ξαφνικά. Τα επόμενα χρόνια αναμένεται να εκραγούν κι άλλες πυριτιδαποθήκες.

Η διαχείριση και ο έλεγχος του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού γίνεται όλο και περισσότερο ένα κεντρικό πρόβλημα της καπιταλιστικής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων. Το Ισραήλ μπορεί να είναι ένας προπομπός από αυτή την άποψη. Όσα συμβαίνουν τώρα στη Γάζα, σύμφωνα με τον Minassian, δεν είναι «πόλεμος, αλλά ο έλεγχος του πλεονάζοντος προλεταριάτου με τα στρατιωτικά μέσα ενός ολοκληρωτικού πολέμου, από την πλευρά ενός κράτους δημοκρατικού, πολιτισμένου, που ανήκει στο κεντρικό μπλοκ συσσώρευσης». Οι χιλιάδες θάνατοι στη Γάζα, συνεχίζει, «σκιαγραφούν μια τρομακτική εικόνα του μέλλοντος – των επερχόμενων κρίσεων του καπιταλισμού».

Ο καπιταλισμός φαίνεται να έχει εισέλθει σε μια νέα περίοδο στην οποία ο πόλεμος παίζει έναν ολοένα ευρύτερο ρόλο. Μια περίοδο στην οποία μαθαίνουμε να θαυμάζουμε τους στρατιώτες και τους «μαχητές της ελευθερίας», να χειροκροτούμε τις μαζικές δολοφονίες ή να κάνουμε πως δεν τις βλέπουμε, να θεωρούμε φυσιολογικό τον θάνατο και την καταστροφή για χάρη της πατρίδας και να παίρνουμε θέση σε συγκρούσεις στις οποίες οι απλοί άνθρωποι είναι πάντα οι χαμένοι.

Η απελευθέρωση δεν θα έρθει μέσα από τον πόλεμο και τις τρομοκρατικές επιθέσεις, αλλά μέσα από την αλληλεγγύη και τη συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων του συλλογικού εργάτη, ανεξαρτήτως χρώματος ή θρησκευτικού δόγματος. Όταν πετύχουμε αυτά τα δύο, θα ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε. Ό,τι εμποδίζει την ανάπτυξή τους στέκεται εμπόδιο στην πραγματική απελευθέρωση. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, ο εθνικισμός, ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε εθνοθρησκευτική ή φυλετική βάση. Επομένως, κάτω οι παλαιστινιακές και οι ισραηλινές σημαίες, κάτω συνθήματα όπως «Από το ποτάμι ως τη θάλασσα ελεύθερη Παλαιστίνη!»: αυτό είναι μια πολεμική κραυγή, όχι ένα κάλεσμα για να σταματήσει ο πόλεμος. Το να σταματήσουμε τον πόλεμο αντί να συμμετέχουμε σε αυτόν, αυτό πρέπει να είναι η πρώτη αξίωση τώρα.

Κατάπαυση του πυρός τώρα!

Απελευθερώστε τους ομήρους τώρα!

Ξεκλειδώστε τη Γάζα τώρα!

Σταματήστε τα πογκρόμ στη Δυτική Όχθη τώρα!

Όχι στον αντισημιτισμό, όχι στην ισλαμοφοβία!

Αρκετά με τον πόνο, αρκετά με το αίμα!

Ας οικοδομήσουμε αλληλεγγύη σε μια αντιεθνικιστική βάση!

Sanderr

https://internationalistperspective.org/warmongers-left-and-right/

15/11/2023

[1] Πολ Ποτ, ηγέτης των Ερυθρών Χμερ που ήλεγχαν τη διακυβέρνηση της Καμπότζης στο διάστημα 1975-1979. Έζησε στην παρανομία ως το ξέσπασμα του εμφυλίου της Καμπότζης το 1970. Οι Ερυθροί Χμερ απέκτησαν μαζική υποστήριξη κυρίως λόγω των βομβαρδισμών της κυβέρνησης Νίξον από το 1969 ως το 1973, που προκάλεσαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς στην ύπαιθρο. Το 1975 κατόρθωσε να εγκαθιδρύσει ένα ξενοφοβικό καθεστώς βασισμένο σε ένα κράμα μαοϊκών και εθνικιστικών ιδεών που στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην αγροτική παραγωγή. Οι κάτοικοι των αστικών κέντρων αντιμετωπίστηκαν συλλήβδην ως εχθροί και φορείς διαφθοράς και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα εργασίας στην ύπαιθρο ενώ απαγορεύτηκε το χρήμα, οι αγορές, ο βουδισμός κι αργότερα η κατ’ οίκον σίτιση. Χαρακτηρίζονταν «κακά στοιχεία» όσοι άνθρωποι παρέμεναν προσκολλημένοι στις παλιές τους συνήθειες, διαμαρτύρονταν ή ήταν πολύ αδύναμοι για δουλειά και εκτελούνταν. Μέχρι την ανατροπή των Κόκκινων Ερυθρών Χμερ από βιετναμέζικες δυνάμεις το 1979, υπολογίζεται ότι πέθαναν περίπου 1,5 με 2 εκατομμύρια κάτοικοι από έναν συνδυασμό μαζικών δολοφονιών, υποσιτισμό και κακή ιατρική περίθαλψη.

[2] https://internationalistperspective.org/capitalisms-death-world/

[3]https://leserpentdemer.wordpress.com/2023/10/30/meme-dans-les-poubelles-des-capitalistes-il-y-a-des-divisions-sociales/. Μεταφρασμένο στα ελληνικά εδώ : https://athens.indymedia.org/post/1627771/

[4] ό.π.

[5] ό.π.

[6] ό.π.

[7] Πρόκειται για την ειρηνευτική διαδικασία με τις συμφωνίες του Όσλο, ενός συνόλου συνθηκών ανάμεσα στο κράτος του Ισραήλ και την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO). Η πρώτη συμφωνία υπογράφτηκε στην Ουάσινγκτον των ΗΠΑ το 1993 και η δεύτερη στην Τάμπα της Αιγύπτου, δύο χρόνια μετά.

[8] όπως στην υποσημείωση 2.

[9] ό. π.

 

Η πορεία αλληλεγγύης στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Καρδίτσας μετά την εκκένωση του στις 08/01/25 που είχε προγραμματιστεί για τις 26/01/25 στις 11:00 το πρωί θα πραγματοποιηθεί την ίδια μέρα με αλλαγή ώρας ,δηλαδή 26/01 στις 17:30. Τα γεγονότα τρέχουν και μερικές φορές μας ξεπερνάνε και ως Αναρχικοί / Αναρχικές θα βρισκόμαστε δίπλα στους συγγενείς των θυμάτων του κρατικού εγκλήματος των Τεμπών στον Πανελλαδικό ξεσηκωμό την Κυριακή στις 12:00 στην κεντρική πλατεία Καρδίτσας.

ΟΛΑ ΜΑΣ ΑΝΗΚΟΥΝ ΓΙΑΤΙ ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΕ ΒΙΛΛΕΣ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΑ
ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟ ΣΤΕΚΙ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ
ΟΙ ΚΑΡΔΙΕΣ ΜΑΣ ΔΕΝ ΕΚΚΕΝΩΝΟΝΤΑΙ
ΟΙ ΙΔΕΕΣ ΔΕΝ ΕΚΚΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ,ΕΧΟΥΜΕ ΠΟΛΕΜΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΝΙΒΑΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ,10,100,1000 ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗΣ ΣΗΨΗΣ
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΕΝΟΥ ΣΤΕΚΙΟΥ ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ

Ρέθυμνο: Συγκέντρωση για το κρατικό-καπιταλιστικό έγκλημα στα Τέμπη | 26/1-ώρα:12:00,στην πλατεία αγνώστου στρατιώτη

Καλούμε σε συγκέντρωση στην πλατεία αγνώστου στρατιώτη, Κυριακή 26/01 στις 12:00, στα πλαίσια του πανελλαδικού καλέσματος από τον σύλλογο συγγενών θυμάτων Τεμπών, ενάντια στην συγκάλυψη της κρατικής δολοφονίας στα Τέμπη.

Περίπου δύο χρόνια μετά την κρατική δολοφονία στα Τέμπη αποκαλύπτεται ως αιτία θανάτου 30 ανθρώπων η έκρηξη εύφλεκτων υλικών που μεταφέρονταν παράνομα, και όχι η σύγκρουση των αμαξοστοιχιών. Ενάντια στο οργανωμένο σχέδιο συγκάλυψης που ξεκίνησε από την στιγμή του συμβάντος με την άρρηκτη συνεργασία κράτους, ΜΜΕ, κεφαλαίου, εμείς απαντάμε πώς το δίκιο θα κριθεί στους δρόμους.

Σε ράγες, σύνορα, νοσοκομεία, εργασιακά κάτεργα γίνεται ξεκάθαρο καθημερινά πώς τα κέρδη είναι πάνω από τις ζωές των καταπιεσμένων στον καπιταλισμό. Να οργανωθούμε απέναντι στο κράτος/μαφία και το σύστημα της εκμετάλλευσης.

ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΩΝ ΠΛΟΥΣΙΩΝ ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΦΤΩΧΩΝ
ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΑΦΕΝΤΙΚΩΝ

Ελευθεριακή Συνέλευση Τερμίτες

πηγή:https://www.facebook.com/people/82/61556133561038/

Διεθνισμός, Κοινωνική Ισότητα και Αντιιμπεριαλισμός (vol.3)

Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι το αναρχικό και το συνδικαλιστικό κίνημα ήταν πολυφυλετικό και αντιτιθόταν στις φυλετικές διακρίσεις και τους διαχωρισμούς πριν, κατά και μετά την ένδοξη περίοδο, δεν προκαλεί έκπληξη. Για παράδειγμα, «σε επίπεδο αντίληψης και προθέσεων», «ο συνδικαλισμός ήταν ένα διεθνές κίνημα» και οι συνδικαλιστές «αντιλαμβάνονταν το κίνημά τους ως διεθνές, όπως ακριβώς διεθνής είναι και η εργατική τάξη, και ως εκ τούτου ήλπιζαν να συντονίσουν την πάλη τους πέρα από τα εθνικά σύνορα, ενάντια σε ένα εξίσου διεθνές καπιταλιστικό σύστημα»1. Επιπλέον, «τα συνδικαλιστικά κινήματα ανήκαν πιθανώς σε εκείνα τα τμήματα του διεθνούς εργατικού κινήματος που ήταν λιγότερο επιρρεπή στον ρατσισμό»2.

Στην Κούβα των τελών του δεκάτου ένατου αιώνα, ο αναρχικός Κύκλος Προλεταρίων ήταν «η πρώτη ένωση της εργατικής τάξης […] που ήταν ακραιφνώς αντιρατσιστική και αντιεθνικιστική». Όσο η επιρροή τους αυξανόταν, οι αναρχικοί «συσπείρωναν με επιτυχία στο εργατικό κίνημα πολλούς μη λευκούς και αναμείγνυαν Κουβανούς και Ισπανούς», προωθώντας με αυτό τον τρόπο «την ταξική συνείδηση και βοηθώντας στην εξάλειψη του φυλετικού και εθνικού χάσματος μεταξύ των εργατών». Η Εργατική Συμμαχία, στην προσπάθειά της να κινητοποιήσει «ολόκληρο το λαό για να στηρίξει απεργίες και διαδηλώσεις», «διάβρωσε τους φυλετικούς φραγμούς όσο δεν είχε καταφέρει μέχρι τότε κανένα σωματείο στην Κούβα». Το σωματείο όχι μόνο ενέτασσε στις τάξεις του «μεγάλους αριθμούς» μαύρων, αλλά επιπλέον διεξήγαγε μάχες ενάντια στους φυλετικούς διαχωρισμούς στους χώρους δουλειάς. Για παράδειγμα, η πρώτη απεργία του 1889 περιλάμβανε το αίτημα «να μπορούν να δουλεύουν εκεί άτομα της έγχρωμης φυλής»3.

Το ίδιο αίτημα εμφανίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όπως και το αίτημα να μπορούν λευκοί και μαύροι να «κάθονται στα ίδια καφενεία», το οποίο τέθηκε στην πρωτομαγιάτικη πορεία της Αβάνας το 1890. Η El Productor κατήγγειλε «διακρίσεις εις βάρος των Αφροκουβανών από μεριάς εργοδοτών, καταστηματαρχών και διοικητών»· το συνδικαλιστικό κίνημα, μέσα από εκστρατείες και απεργίες που περιλάμβαναν τη «μαζική κινητοποίηση ανθρώπων διαφόρων φυλών και εθνών», κατάφερε να εξαλείψει «το μεγαλύτερο μέρος των εναπομεινασών από την εποχή της δουλείας μεθόδων πειθάρχησης των εργατών», όπως «τις φυλετικές διακρίσεις εις βάρος των μη λευκών και τη σωματική τιμωρία των μαθητευόμενων και των “dependientes4».5

Στις Η.Π.Α., στους ιδρυτές της IWPA περιλαμβάνονταν μεταξύ άλλων και βετεράνοι αμπολισιονιστικών και ριζοσπαστικών Ρεπουμπλικανικών κύκλων. Ο καταστατικός χάρτης της οργάνωσης προέτασσε «ίσα δικαιώματα για όλους χωρίς διακρίσεις με βάση τη φυλή ή το χρώμα»· η IWPA αντιτάχθηκε σθεναρά στον ρατσισμό, ακόμη και παρά το γεγονός ότι είχε μικρή επιρροή στους μαύρους Αμερικανούς6. Παρ’ όλα αυτά, κατάφερε να συνενώσει την εργατική τάξη του Σικάγο, η οποία αποτελούταν σε μεγάλο βαθμό από μετανάστες, σε ένα πολυεθνικό μαζικό κίνημα και αντιτάχθηκε με δυναμικό τρόπο στην καταστολή των Ιθαγενών Αμερικανών7. Ενώ οι εθνικές εργατικές ενώσεις έπαιζαν σημαντικό ρόλο, διασυνδέονταν σε ένα ευρύτερο κίνημα που δήλωνε υπερήφανα διεθνιστικό8. Όπως έλεγε ένας ομιλητής της IWPA σε μια μαζική διαδήλωση,

Το σύνθημά μας είναι ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Δεν πιστεύουμε στη ληστεία ή την κακομεταχείριση των ανθρώπων επειδή είναι έγχρωμοι ή Κινέζοι, επειδή γεννήθηκαν στη μια ή την άλλη χώρα. Το διεθνές μας κίνημα θέλει να ενώσει όλες τις χώρες με βάση το κοινό καλό όλων και να ξεμπερδεύει με την τάξη των ληστών.9

Στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ, οι αναρχικοί εργάτες μεταξιού διατηρούσαν «βαθιά κριτική στάση απέναντι στην αμερικανική φυλετική ιεραρχία» και ανέπτυξαν κάποιες από «τις συνεπέστερες και λεπτομερέστερες κριτικές του φυλετικού ζητήματος στις Η.Π.Α.» που έχουν γίνει ποτέ από την Αριστερά10. Πολλοί συμμετείχαν στην IWW, η οποία λογίζεται ως «η μόνη ομοσπονδία στην ιστορία του εργατικού κινήματος που δεν ενέταξε ποτέ στο καταστατικό της τοπικούς διαχωρισμούς», «ένωσε τους μαύρους και τους λευκούς εργάτες όπως κανένας άλλος πριν από αυτή στην ιστορία της Αμερικής και υποστήριξε την αλληλεγγύη και την ισότητα ανεξάρτητα από τη φυλή ή το χρώμα, με έναν τρόπο που οι περισσότερες εργατικές οργανώσεις δεν έχουν καταφέρει ακόμα να φτάσουν»11. «Ήταν μια από τις πρώτες (όχι αποκλειστικά ασιατικές) εργατικές οργανώσεις που ήταν δραστήρια στη στρατολόγηση Ασιατών εργατών», προωθώντας τη διαφυλετική αλληλεγγύη, ενώ ταυτόχρονα αντιτιθόταν στους νομικούς αποκλεισμούς και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα περί «Κίτρινης Απειλής» που υπήρχε στην ακτή του Ειρηνικού12.

Στον Νότο των Η.Π.Α., η IWW δημιούργησε αρκετά ισχυρά και διαφυλετικά σωματεία στην παράκτια και τη ναυπηγική βιομηχανία, προσελκύοντας πολλούς μαύρους μέσα από τη μαχητικότητα, τις επιτυχίες και την «εξισωτική φυλετική πολιτική» της13. Σε πολλές περιπτώσεις, Γουόμπλις δολοφονήθηκαν εξαιτίας της προώθησης του διαφυλετικού γιουνιονισμού14. Η Βιομηχανική Ένωση Εργατών στις Θαλάσσιες Μεταφορές της IWW είχε παρατήματα σε όλον τον κόσμο· σε αντίθεση με πολλά ορθόδοξα σωματεία του τομέα της ναυτιλίας, τα οποία οργανώνονταν σε φυλετική βάση και απαιτούσαν φυλετικούς διαχωρισμούς στην εργασία, ήταν μια διαφυλετική ένωση15. Η IWW «από την αρχή […] διατήρησε σαφή στάση ενάντια σε κάθε είδους διαχωρισμό που βασίζεται στη φυλή, το χρώμα ή την εθνικότητα»16. Ακόμη και ο ντου Μπουά σημειώνει ότι «σεβόμαστε τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου γιατί είναι ένα από τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα της σύγχρονης εποχής που δεν δέχεται διαχωρισμούς με βάση το χρώμα»17

Στην Αργεντινή, «ο σοσιαλισμός και ο αναρχισμός […] κέρδισαν την προσοχή της μαύρης κοινότητας, και ιδιαίτερα της εργατικής της τάξης», παρ’ όλο που ο βαθμός εμπλοκής των μαύρων στο συνδικαλιστικό κίνημα δεν είναι ξεκάθαρος18. Στη Βραζιλία των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου η ραγδαία εκβιομηχάνιση επαρχιών όπως το Σάο Πάολο οδήγησε σε «τεταμένες» φυλετικές σχέσεις, οι ακτιβιστές εργάτες, «εμπνεόμενοι από τα εξισωτικά δόγματα του σοσιαλισμού, του αναρχισμού και του αναρχοσυνδικαλισμού», αγωνίστηκαν ενεργά για τη διαμόρφωση ενός διαφυλετικού εργατικού κινήματος19. Θέλησαν να υπερβούν τους διαχωρισμούς ανάμεσα στους ντόπιους και τους μετανάστες εργάτες, καθώς και αυτούς ανάμεσα σε μαύρους και λευκούς, και είχαν εμφανή επιρροή στους Αφροβραζιλιάνους20. Αυτή η υπόθεση δεν ήταν εύκολη, δεδομένης της αστάθειας των τοπικών σωματείων, της υπερπροσφοράς εργασίας και του γεγονότος ότι οι μετανάστες συχνά έριχναν τους μισθούς των Βραζιλιάνων, των μαύρων συμπεριλαμβανόμενων.

Στην Αυστραλία, η IWW καταπιάστηκε με την οργάνωση όλων των εργατών στο Ένα Μεγάλο Σωματείο και προώθησε «για πρώτη φορά στο εργατικό κίνημα […] μια συνεκτική αντιρατσιστική αντίληψη»21. Αντιτάχθηκε στην πολιτική της «Λευκής Αυστραλίας» που υποστήριζε το Εργατικό Κόμμα, προτάσσοντας την ελεύθερη μετανάστευση και τα δικαιώματα των Ασιατών και των Αβοριγίνων εργατών και διατηρώντας στενούς δεσμούς με αναρχικούς και συνδικαλιστές στην Ανατολική Ασία. Παρόμοια, στην Ιρλανδία, ο Κόνολι και ο Λάρκιν προσπάθησαν να ενώσουν τους εργάτες στο ITGWU, μακριά από τον σεκταρισμό.

Στη Νέα Ζηλανδία, το φυλετικό ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από την ύπαρξη μεγάλου πληθυσμού Μαορί, οι οποίοι αποτελούσαν ένα διαρκώς μεγεθυνόμενο τμήμα της εργατικής τάξης. Οι ιδέες της IWW διαχύθηκαν σε όλη τη χώρα και κυρίως στην «Κόκκινη» Ομοσπονδία Εργασίας, η οποία ιδρύθηκε το 1908. Αρκετοί Γουόμπλις και τοπικές οργανώσεις της IWW έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μεγάλη απεργία των ανθρακωρύχων και των ναυτεργατών του 191322. «Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία» ότι η IWW «αποτελούταν από λευκούς, έκανε προσπάθειες να προσεγγίσει τους Μαορί» δημοσιεύοντας άρθρα στη γλώσσα τους στην εφημερίδα Industrial Unionist («Βιομηχανικός Γιουνιονιστής»), η οποία εκδιδόταν από την IWW του Ώκλαντ23. Κατά τη διάρκεια της απεργίας του 1913, για παράδειγμα, η IWW έκανε ειδική έκκληση για διαφυλετική αλληλεγγύη, δημοσιεύοντας στη γλώσσα των Μαορί μια δήλωση που διακήρυττε ότι όλοι «οι εργάτες […] υποφέρουν από την ίδια μάστιγα», τον καπιταλισμό. «Τα αφεντικά […] πήραν τη γη σας, σκότωσαν τους προγόνους σας»· λοιπόν, «μη βοηθήσετε τους κοινούς μας εχθρούς», γιατί «είμαστε όλοι μια φυλή – η φυλή των εργατών»24.

Οι αναρχικοί κύκλοι της Ασίας προώθησαν τη βιβλιογραφία, τις ιδέες και την οργάνωση της IWW στο εσωτερικό της ηπείρου. Στην Κίνα, η βασική μέριμνα των ριζοσπαστών πριν το 1911 ήταν η ανατροπή τής δυναστείας των Μαντσού. Πολλοί από αυτούς αντιλαμβάνονταν τον αγώνα με στενά φυλετικούς όρους, ως αγώνα ανάμεσα στους Χαν και τους Μαντσού. Οι Κινέζοι αναρχικοί υποστήριξαν τον στόχο της ανατροπής του αυτοκράτορα Μαντσού και της δημιουργίας μιας δημοκρατίας, αλλά ήταν «απρόθυμοι να παραβλέψουν τον ρατσισμό» που διαπότιζε πολλά «επιχειρήματα κατά των Μαντσού»25. Για παράδειγμα, ο Λι Σιζένγκ (1881-1973) – ένας από τους θεμελιωτές του κινέζικου αναρχισμού, ο οποίος είχε σπουδάσει στο Παρίσι – υποστηρίζει ότι ενώ οι ρεπουμπλικάνοι «τάσσονται υπέρ της ανατροπής της κυβέρνησης των Μαντσού απλώς και μόνο επειδή είναι των Μαντσού», οι αναρχικοί «τάσσονται υπέρ της ανατροπής της κυβέρνησης των Μαντσού απλώς και μόνο επειδή είναι κυβέρνηση»26. Οι αναρχικοί δραστηριοποιήθηκαν επίσης στον Ταϊβανέζικο Πολιτιστικό Όμιλο, ο οποίος ιδρύθηκε το 1921 και αγωνίστηκε ενάντια στις διακρίσεις εντός της Ταϊβάν, βοήθησαν στον σχηματισμό ενός σωματείου, της Μαύρης Εργατικής Ένωσης (Kokurokai), η οποία αποτελούταν από Κορεάτες μετανάστες στην Ιαπωνία, και συμμετείχαν στην εθνική οργάνωση Suiheisha («Ισοπεδωτές»), η οποία διοργάνωσε εκστρατείες για τα δικαιώματα της κάστας των Μπουρακούμιν*.27

Στην Αίγυπτο, το Ελεύθερο Λαϊκό Πανεπιστήμιο είχε απήχηση στους Αιγύπτιους και τους Σύριους28. Οι αναρχικοί συμμετείχαν στην ίδρυση «διεθνών» σωματείων, με κυριότερο τον Διεθνή Σύνδεσμο Εργαζομένων στην Καπνοβιομηχανία και τους Χαρτόμυλους του Καΐρου («Ligue Internationale des Ouvriers Cigarretiers et Papetiers du Caire»), ο οποίος ήταν «ανοιχτός στους εργάτες όλων των εθνικοτήτων, τόσο στους Αιγύπτιους όσο και στους ξένους», και περιλάμβανε, «εκτός από τους ειδικευμένους στρίφτες τσιγάρων, και εργαζόμενους στην παραγωγή»29. Στη Νότιο Αφρική, όπου το πρώιμο εργατικό κίνημα αποτελούταν από λευκούς και τασσόταν σαφώς υπέρ των φυλετικών διακρίσεων, του αποκλεισμού των μαύρων από διάφορα επαγγέλματα και τα σωματεία, καθώς και του επαναπατρισμού των Ασιατών, οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές προώθησαν τον σοσιαλισμό και τα εργατικά σωματεία στους έγχρωμους εργάτες30Η Γενική Ομοσπονδία Εργατών, η οποία είχε οργανωθεί από τον αναρχικό Βίλφρεντ Χάρισον το 1906, και η τοπική IWW, που σχηματίστηκε το 1910, ήταν πιθανόν τα πρώτα σωματεία του αφρικανικού τμήματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας που στόχευσαν στην ένταξη μελών πέρα από τα όρια του χρώματος.

Ωστόσο, η IWW της Νοτίου Αφρικής και το SLP ήταν στην πραγματικότητα οργανώσεις λευκών εργατών και η διεθνιστική τους τοποθέτηση παρέμενε κάπως αφηρημένη, εν μέρει λόγω του γεγονότος ότι δεν τοποθετούσαν τους εαυτούς τους στη θέση του υπερασπιστή των δικαιωμάτων των έγχρωμων31. Η Διεθνής Σοσιαλιστική Λίγκα, η οποία ιδρύθηκε το 1915, αρχικά ήταν κι αυτή μια κατεξοχήν οργάνωση λευκών εργατών. Ωστόσο, το 1916 η Λίγκα άρχισε να εντάσσει έγχρωμους στις γραμμές της. Τέτοιοι ήταν οι Ρούμπεν (Άλφρεντ) Κετίβε, Τζόνι Γκόμας (1901-1979), Χάμιλτον Κραάι, Ρ. Κ. Μούντλεϊ, Μπέρνανρτ Λ. Ε. Σιγκαμόνι (1888-1936) και Τ. Γ. Τιμπέντι. Στο Κέιπ Τάουν, η Βιομηχανική Σοσιαλιστική Λίγκα, μια ξεχωριστή ομάδα, περιλάμβανε «τους έγχρωμους και Μαλαισιανούς συντρόφους στην προπαγάνδα μας – μεταξύ των έγχρωμων και των ιθαγενών εργατών»32. Αντίθετα με τις προγενέστερες IWW και SLP, οι νέες αυτές οργανώσεις προέκυψαν από τις συνδικαλιστικές ενώσεις που σχηματίστηκαν με αφετηρία το 1917 από Αφρικανούς, Έγχρωμους Μιγάδες και Ινδούς.

Η ειδική και συστηματική προσοχή που έδωσαν οι συνδικαλιστές στο ζήτημα της φυλετικής καταπίεσης στη Νότιο Αφρική από το 1915 κι έπειτα έπαιξε ρόλο στην επιρροή που άσκησε ο συνδικαλισμός στους έγχρωμους εργάτες33. Σε μια περίοδο που οι τοπικές αφρικάνικες, έγχρωμες μιγαδικές και ινδικές εθνικιστικές ομάδες απέφευγαν να απαιτήσουν το καθολικό δικαίωμα ψήφου, η Διεθνής Σοσιαλιστική Λίγκα υιοθέτησε ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα για τα δικαιώματα των Αφρικανών, το οποίο διακήρυττε «την κατάργηση της σκλαβιάς επί συμβάσει των ιθαγενών, τα συστήματα συμβάσεων και παροχής διαβατηρίων και την ανύψωση των ιθαγενών εργατών στην πολιτική και εργασιακή κατάσταση των λευκών ως απαραίτητα βήματα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης στη Νότιο Αφρική». Επιμένοντας πως «το ένα τμήμα της εργατικής τάξης δεν μπορεί να επωφελείται εις βάρος των υπολοίπων χωρίς να προδίδει τις ελπίδες των παιδιών», το πρόγραμμα υποστήριζε ότι οι «τυραννικοί νόμοι» των διακρίσεων και της ανελεύθερης εργασίας πρέπει να «σαρωθούν» από την πάλη για «πλήρη πολιτική ισότητα» όλων των φυλών. «Μόνο έτσι μπορεί το σύνολο της εργατικής τάξης, μαύροι και λευκοί, να προελάσει ενωμένο προς την κοινή του χειραφέτηση από τη μισθωτή σκλαβιά»34.

Στην Ουκρανία, όπου ο αντισημιτισμός ήταν ευρύτατα διαδεδομένος στους αγρότες και συχνά χρησιμοποιούταν για να ξεσηκωθούν πογκρόμ, αναρχικοί όπως ο Μάχνο ανακήρυξαν ως εχθρούς τους «αστούς Εβραίους». Όμως, «αυτό που τους καθιστούσε τέτοιους ήταν η τάξη τους, όχι η “φυλή” τους»35. Οι φτωχοί Εβραίοι είναι, επέμενε, φυσικοί σύμμαχοι των Ουκρανών εργατών και αγροτών. Ο RIAU και το ευρύτερο Μαχνοβίτικο κίνημα είχαν στις τάξεις τους πολλούς επιφανείς Εβραίους, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Βολίν και η Έλενα Κέλερ από τη Ναμπάτ, γραμματέας του τομέα πολιτισμού και εκπαίδευσης του RIAU. Ο επικεφαλής της αντικατασκοπείας του RIAU, Λ. Ζινκόφσκι (Ζαντόφ) ήταν επίσης Εβραίος και στην πολιτοφυλακή υπήρχαν εβραϊκά αποσπάσματα36. Επιπλέον, ο RIAU παρείχε όπλα και πυρομαχικά σε εβραϊκές κοινότητες προκειμένου να υπερασπιστούν τον εαυτό τους και ορισμένα μέλη της πολιτοφυλακής που κρίθηκαν ένοχα για διώξεις κατά Εβραίων εκτελέστηκαν πάραυτα. Το Μαχνοβίτικο Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο και η Ναμπάτ έθεταν το ζήτημα ως εξής:

Εργάτες, αγρότες κι αντάρτες! Ξέρετε πως οι εργάτες όλων των εθνικοτήτων – Ρώσοι, Εβραίοι, Πολωνοί, Γερμανοί, Αρμένιοι κ.λπ. – είναι το ίδιο φυλακισμένοι μέσα στην άβυσσο της εξαθλίωσης. […] Πρέπει να διακηρύξουμε παντού ότι οι εχθροί μας είναι οι εκμεταλλευτές και καταπιεστές διαφόρων εθνικοτήτων. […] Τούτη τη στιγμή, που ο διεθνής εχθρός – η μπουρζουαζία όλων των χωρών – σπεύδει […] να δημιουργήσει εθνικιστικά μίση […] με σκοπό να […] κλονίσει τα ίδια τα θεμέλια της ταξικής μας πάλης – την αλληλεγγύη και την ενότητα όλων των εργατών – πρέπει να κινηθείτε ενάντια σε κάθε συνειδητό και ασυνείδητο αντεπαναστάτη που βάζει σε κίνδυνο τη χειραφέτηση των εργαζόμενων από το κεφάλαιο και την εξουσία. Το επαναστατικό σας καθήκον είναι να καταπνίξετε όλες τις εθνικιστικές διώξεις, αντιμετωπίζοντας αμείλικτα κάθε υποκινητή αντισημιτικών πογκρόμ.

Συχνά λέγεται ότι η Αριστερά πριν από τον Μπολσεβικισμό στην καλύτερη περίπτωση αγνοούσε τα φυλετικά ζητήματα, ενώ στη χειρότερη ήταν Ευρωκεντρική και φυλετικά προκατειλημμένη, «μια υπόθεση αποκλειστικά Ευρωπαϊκή». Σύμφωνα με αυτήν τη λογική, η «Αμερικάνικη σοσιαλιστική παράδοση», για παράδειγμα, ήταν «σχετικά αδιάφορη για τους Αφροαμερικανούς» πριν από την ανάδειξη του CPUSA37Επίσης, υποστηρίζεται ότι «ο σοσιαλισμός διαφοροποιήθηκε απολύτως από τον ρατσισμό μόνο μέσα από τη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος: αυτή είναι μια από τις διαχρονικές (αλλά σε μεγάλο βαθμό υποτιμημένες) συνεισφορές του κομμουνισμού στον σοσιαλισμό γενικότερα»38. Όμως, η ιστορία της ευρύτερης αναρχικής παράδοσης θέτει υπό σοβαρή αμφισβήτηση αυτές τις αιτιάσεις. Ο αναρχισμός και ο συνδικαλισμός έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη μιας σοβαρής θεωρίας και πρακτικής στη μάχη ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις και τους διαχωρισμούς και εξελίχθηκαν σε ένα πολυεθνικό και πολυφυλετικό κίνημα που συνεισέφερε στην ιστορία των σωματείων, των αγροτικών κινημάτων και της Αριστεράς.

ΙΙ. Iμπεριαλισμός και Εθνική Απελευθέρωση

Η ευρύτερη αναρχική παράδοση ήταν εχθρική προς τον ιμπεριαλισμό. Αυτό απορρέει από την αντικρατική της θεώρηση και την αντίθεσή της στην κοινωνική και οικονομική ανισότητα. Ο Μπακούνιν έχει μια «ισχυρή συμπάθεια για κάθε εθνική εξέγερση ενάντια σε κάθε μορφή καταπίεσης» αναγνωρίζοντας το δικαίωμα κάθε λαού «να είναι ο εαυτός του [] κανείς δεν έχει το δικαίωμα να του επιβάλει την ενδυμασία, τα έθιμα, τη γλώσσα και τους νόμους του»39. Δεν ήταν υπέρ της κρατικής οδού, η οποία σχετίζεται με την ίδρυση ξεχωριστών εθνικών κρατών, καθώς το μόνο που αυτά κάνουν είναι να αναπαράγουν το ταξικό σύστημα και να γεννούν νέους πολέμους, επειδή οι πόλεμοι προκύπτουν από τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των αρχουσών τάξεων40. Αυτή η θέση αποτέλεσε το μοτίβο που ακολούθησαν και άλλοι αναρχικοί και συνδικαλιστές.

Μόνο μια κοινωνική επανάσταση μπορεί να καταργήσει τις τάξεις και τον ιμπεριαλισμό και μια τέτοια επανάσταση πρέπει να έχει «διεθνή προοπτική». Ο Μπακούνιν υποστηρίζει πως οι καταπιεσμένες εθνότητες «πρέπει συνεπώς να συνδέσουν τις φιλοδοξίες και τις δυνάμεις τους με τις φιλοδοξίες και τις δυνάμεις όλων των άλλων χωρών»41. Ο Μαξίμοφ προσθέτει ότι τα νέα κράτη θα δημιουργούν με τη σειρά τους νέα εθνικά ζητήματα, όπως διώξεις μειονοτικών εθνοτήτων στο εσωτερικό των συνόρων τους στο όνομα της «οικοδόμησης του έθνους». Οι «αναρχικοί απαιτούν την απελευθέρωση όλων των αποικιών και υποστηρίζουν κάθε αγώνα για εθνική ανεξαρτησία». Αρνούνται «στο προλεταριάτο όχι τον αυτοπροσδιορισμό του ως τέτοιο, αλλά τον αυτοπροσδιορισμό του με βάση Κρατικές έννοιες»42. Σύμφωνα με τον Ρόκερ, ένα νέο εθνικό κράτος θα μετατραπεί είτε σε μια νέα επεκτατική δύναμη είτε σε μια υποτελή δύναμη ενός ήδη υπάρχοντος κράτους. «Αν και τα μικρότερα κράτη, εξαιτίας του μικρού αριθμητικά πληθυσμού τους, δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, η υποτιθέμενη ενάρετη συμπεριφορά τους οφείλεται, όπως σημείωνε κάποτε ο Μπακούνιν, κυρίως στην αδυναμία τους»43.

Πράγματι, σύμφωνα με την άποψη του Μπακούνιν, η εθνική απελευθέρωση πρέπει να επιτευχθεί «τόσο ως προς τα οικονομικά όσο και ως προς τα πολιτικά συμφέροντα των μαζών», ειδάλλως θα μετατραπεί σε ένα «οπισθοδρομικό, καταστροφικό, αντεπαναστατικό κίνημα»44. Σημειώνει ότι «ο μεγαλύτερος εχθρός ενός έθνους είναι το ίδιο του το Κράτος». Ο Μπακούνιν θέτει έναν βασικό διαχωρισμό ανάμεσα στο έθνος και το κράτος· πιστεύει ότι «τα έθνη υπάρχουν για τα μέλη τους» και όχι για τα κράτη και υποστηρίζει ότι «η λύτρωση του έθνους μέσα από την εγκαθίδρυση ενός κράτους δεν αποτελεί έγκυρο απελευθερωτικό στόχο»45. Ο απόλυτος σκοπός πρέπει να είναι η καθολική ομοσπονδία που αγκαλιάζει όλες τις εθνικότητες και οργανώνεται γύρω από μια σχεδιασμένη διεθνή οικονομία. Ο Ρόκερ συμφωνεί:

Αυτό που αποζητούμε δεν είναι η παγκόσμια εκμετάλλευση αλλά η παγκόσμια οικονομία στην οποία κάθε ομάδα ανθρώπων θα μπορεί να βρει τη φυσική της θέση και να απολαμβάνει ίσα δικαιώματα με όλους τους άλλους. Ως εκ τούτου, η διεθνοποίηση των φυσικών πόρων και των εδαφών που αποδίδουν τις πρώτες ύλες είναι μια από τις πιο σημαντικές προϋποθέσεις για την ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής τάξης πραγμάτων που θα βασίζεται σε ελευθεριακές αρχές. […] Είναι ανάγκη να δημιουργήσουμε μια νέα ανθρώπινη κοινότητα που θα έχει τις ρίζες της στην ισότητα των οικονομικών συνθηκών και την ένωση όλων των μελών της μεγάλης πολιτισμικής κοινότητας μέσω νέων δεσμών κοινών συμφερόντων, αγνοώντας τα σύνορα των σημερινών κρατών.46

Παρ’ όλο που οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές εξυμνούσαν την ποικιλία πολιτισμών και εθνικοτήτων, αρνήθηκαν να ενσωματώσουν στην πολιτική τους την άκριτη υπεράσπιση συγκεκριμένων πολιτισμών. Από τη στιγμή που στόχευαν στη δημιουργία ενός διεθνούς και διεθνιστικού κινήματος, καθώς και σε μια οικουμενική ανθρώπινη κοινότητα μέσα από τους ταξικούς αγώνες και τη λαϊκή επιμόρφωση, δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την αντίληψη ότι οι πολιτισμοί είναι μονολιθικοί και αμετάβλητοι ή τον ισχυρισμό ορισμένων εθνικιστών ότι ορισμένα δικαιώματα είναι ξένα προς τον πολιτισμό τους και ως εκ τούτου ασήμαντα ή αμφισβητήσιμα. Όπως επισημαίνει ο Μπακούνιν, «θα πρέπει να θέσουμε την ανθρώπινη, οικουμενική δικαιοσύνη πάνω απ’ όλα τα εθνικά συμφέροντα», ενώ, σύμφωνα με τον Μαξίμοφ, το «γεγονός» της εθνικότητας είναι πάντοτε λιγότερο σημαντικό από τις οικουμενικές αρχές:

Το δικαίωμα του καθενός να είναι ο εαυτός του […] αποτελεί φυσική συνέπεια των αρχών της ελευθερίας και της ισότητας. […] Η διεθνής ελευθερία και ισότητα, η παγκόσμια δικαιοσύνη, είναι υψηλότερες απ’ όλα τα εθνικά συμφέροντα. Τα εθνικά συμφέροντα παύουν να είναι συνέπειες αυτών των υψηλότερων αρχών αν και εφόσον θέτουν τον εαυτό τους ενάντια στην ελευθερία ή ακόμη και εκτός της ελευθερίας.47

Τα παραπάνω αφήνουν ακόμη ανοιχτό το ζήτημα του πώς ακριβώς θα πρέπει να σχετιστούν οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές με τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες. Αυτοί οι αγώνες συχνά διαπνέονται από εθνικισμό – δηλαδή μια πολιτική ενοποίησης μιας ολόκληρης εθνικότητας, ανεξαρτήτως τάξης, προκειμένου να καταληφθεί η κρατική εξουσία – τον οποίο οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές έβρισκαν εξαιρετικά δυσάρεστο. Οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές ανταποκρίθηκαν με διάφορους τρόπους.

Μια από τις προσεγγίσεις αναρχικών και συνδικαλιστών είχε να κάνει με την αρκετά άκριτη υποστήριξη εθνικιστικών ρευμάτων, στη βάση της αντίληψης των αγώνων τους σαν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Αυτό για κάποιους σήμαινε υποστήριξη της δημιουργίας μικρών κρατών ως προτιμότερων σε σχέση με τα μεγάλα – αντίληψη που οι περισσότεροι αναρχικοί απέρριπταν48. Για κάποιους άλλους, σήμαινε υποστήριξη των νέων εθνικών κρατών ως μερική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό. Η αντίθετη προσέγγιση ήταν η ολοκληρωτική απόρριψη της συμμετοχής σε εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, στη βάση τού ότι αυτοί οι αγώνες μολύνονται αθεράπευτα από τον εθνικισμό και αποτυγχάνουν νομοτελειακά να φέρουν αυθεντική ελευθερία στις λαϊκές τάξεις. Οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες θεωρούνταν μάταιοι και τα εθνικά ζητήματα γίνονταν αντιληπτά ως κάτι που θα επιλυθεί στην πορεία μιας διεθνούς επανάστασης.

Η τρίτη, πιο εκλεπτυσμένη, προσέγγιση ήταν η συμμετοχή στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες προκειμένου αυτοί να μορφοποιηθούν, να κερδηθούν στη μάχη των ιδεών, να αντικαταστήσουν τον εθνικισμό με μια πολιτική εθνικής απελευθέρωσης μέσα από την ταξική πάλη και να ωθηθούν σε επαναστατική κατεύθυνση. Βασικό στοιχείο αυτής της προσέγγισης είναι η αντίληψη ότι ο εθνικισμός είναι μόνο ένα από τα ρεύματα των αντιιμπεριαλιστικών ή των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, και μάλιστα όχι αναγκαστικά το κυρίαρχο, καθώς και ότι οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες μπορούν να έχουν διάφορες εκβάσεις. Για κάποιους από τους υπέρμαχους αυτής της θέσης, η εμφανιζόμενη εθνική άρχουσα τάξη θεωρείται ανίκανη να έρθει σε πραγματική ρήξη με την εξουσία των ιμπεριαλιστών ηγεμόνων· για άλλους, μια τέτοια ρήξη θεωρείται πιθανή, αλλά τα αποτελέσματα για τις μάζες των ανθρώπων θα υστερούν έναντι μιας αυθεντικής λαϊκής απελευθέρωσης.

Οι θέσεις αυτές είναι χρήσιμο να συγκριθούν με εκείνες του κλασικού Μαρξισμού. Πριν από την Κομιντέρν, ο κλασικός Μαρξισμός έδινε ελάχιστη προσοχή στους αγώνες των αποικιοκρατούμενων και ημιαποικιοκρατούμενων χωρών, με τις αξιοσημείωτες εξαιρέσεις της Ιρλανδίας και της Πολωνίας. Ο Μαρξ πίστευε ότι οι περισσότερο βιομηχανοποιημένες χώρες, οι οποίες έχουν ισχυρά κράτη, είναι οι βασικοί φορείς της ιστορικής αλλαγής. Ως εκ τούτου, στον γαλλοπρωσικό πόλεμο του διαστήματος 1870-1871 υποστήριξε την πλευρά της Γερμανίας: «αν οι Πρώσοι νικήσουν, η συγκεντροποίηση των εξουσιών του κράτους θα βοηθήσει τη συσπείρωση της γερμανικής εργατικής τάξης» και «η γερμανική επικράτηση θα μεταφέρει το κέντρο βάρους του εργατικού κινήματος από τη Γαλλία στη Γερμανία»49.

Έχοντας την πεποίθηση ότι η ολοκλήρωση του σταδίου του καπιταλισμού αποτελεί προϋπόθεση του σοσιαλισμού, οι Μαρξ και Ένγκελς έβλεπαν κάπως ευνοϊκά τον Δυτικό ιμπεριαλισμό, ως ένα μέσο διάδοσης του καπιταλισμού. Η ανθρωπότητα δεν μπορεί «να εκπληρώσει τη μοίρα της χωρίς μια κοινωνική επανάσταση στην Ασία» και «όποια κι αν είναι τα εγκλήματα της Αγγλίας, αυτή αποτέλεσε το ασυνείδητο εργαλείο της ιστορίας για την επίτευξη της επανάστασης». Η κατάκτηση της Αλγερίας ήταν ένα «ευτυχές γεγονός για την πρόοδο του πολιτισμού», «η μεγαλοπρεπής Καλιφόρνια αρπάχθηκε προσφάτως από τους αδέξιους Μεξικανούς [και] […] η “ανεξαρτησία” μπορεί να δοκιμάζεται. […] Αλλά τι μπορεί να γίνει μπροστά … στην παγκόσμια ιστορία;»50. Τα εθνικά δικαιώματα είναι δευτερεύουσας σημασίας σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Σύμφωνα με πολλά μέλη της Δεύτερης Διεθνούς, του Ένγκελς συμπεριλαμβανόμενου, αυτό συνεπάγεται μια προοδευτική αποικιοκρατική πολιτική. Οι αποικίες «που κατοικούνται από ιθαγενείς πληθυσμούς […] πρέπει να καταληφθούν» από το προλεταριάτο της Δύσης κατά την επανάσταση κι έπειτα «να οδηγηθούν το συντομότερο δυνατόν στην ανεξαρτησία»51. Από τη στιγμή που ορισμένα κράτη γίνονται αντιληπτά ως προοδευτικά και ορισμένοι λαοί ως επαναστατικοί και προοδευτικοί, ενώ άλλοι θεωρούνται αυτό που ο Ένγκελς αποκαλεί «αντεπαναστατικά έθνη», προκύπτει ότι η πολιτική της εργατικής τάξης θα πρέπει να ευθυγραμμίζεται με συγκεκριμένα κράτη52.

Μια προφανής συνέπεια αυτής της αυστηρής έμφασης στα στάδια και την ανικανότητα των αποικιοκρατούμενων και ημιαποικιοκρατούμενων χωρών να προχωρήσουν προς τον σοσιαλισμό ήταν η περιθωριοποίηση του Μαρξισμού στις περιοχές αυτές. Οι Αργεντίνοι σοσιαλιστές, «βαθιά επηρεασμένοι από τις κυρίαρχες πολιτικές θεωρίες της Δεύτερης Διεθνούς», υποστήριζαν ότι η ανάπτυξη της οικονομίας θα οδηγήσει στη δυνατότητα του σοσιαλισμού, επένδυσαν τις προσδοκίες τους στις εκλογές, ήταν «αντίθετοι με τη μαζική οργάνωση των εργατών στους χώρους παραγωγής» και τις πολιτικές απεργίες, αγνοούσαν την πλειοψηφία των μεταναστών και αποτέλεσαν αμελητέα δύναμη53 (Ο ισχυρισμός ότι αυτοί οι σοσιαλιστές είχαν «κυριαρχήσει» επί των αναρχικών «μέχρι τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού αιώνα» είναι τρομερά άστοχος)54. Μια από τις σημαντικότερες διαφορές ανάμεσα στη Σοσιαλιστική (τη λεγόμενη «Δεύτερη») Διεθνή και την ευρύτερη αναρχική παράδοση στα τέλη του δεκάτου ένατου και τις αρχές του εικοστού αιώνα ήταν ότι οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές είχαν μαζική βάση σε αυτό που σήμερα λογίζεται ως «τρίτος κόσμος», ενώ οι πολιτικοί σοσιαλιστές όχι· η κυριαρχία του αναρχισμού και του συνδικαλισμού στο κίνημα της Αργεντινής κατά τις αρχές του εικοστού αιώνα αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της θέσης.

Η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει με την ανάδυση του Μπολσεβικισμού και την ίδρυση της Κομιντέρν. Ο Λένιν αναθεώρησε σε δυο σημαντικά σημεία την κλασική Μαρξιστική προσέγγιση για τον αποικιοκρατούμενο και ημιαποικιοκρατούμενο κόσμο: από τη μια, υποστήριξε ότι ο ιμπεριαλισμός υποσκάπτει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και ως εκ τούτου πρέπει να καταπολεμηθεί· από την άλλη, θεώρησε ότι ο καπιταλισμός είχε εξελιχθεί σε παγκόσμιο σύστημα, πράγμα που σημαίνει ότι μια επανάσταση σε μια λιγότερο ανεπτυγμένη χώρα είναι δυνατή, στο βαθμό που θα υποστηριχθεί από επαναστάσεις στις υψηλά βιομηχανοποιημένες χώρες οι οποίες θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο Μαρξ αντιλαμβάνεται τον αποικιοκρατούμενο και ημιαποικιοκρατούμενο κόσμο ως στατικό ιστορικό αντικείμενο· ο Λένιν προωθεί μια Μαρξιστική αντίληψη που βλέπει τον κόσμο αυτό ως ιστορικό υποκείμενο55.

Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, οι θέσεις αυτές εξελίχθηκαν σε μια στρατηγική δυο σταδίων για τους αγώνες στις αποικιοκρατούμενες και ημιαποικιοκρατούμενες χώρες: το πρώτο στάδιο είναι ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας, λογιζόμενος ως δημιουργία ενός εθνικού κράτους που θα μπορέσει να αναπτύξει μια σύγχρονη οικονομία και να καταργήσει την εθνική καταπίεση· το δεύτερο στάδιο είναι αυτό του σοσιαλιστικού αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Σύμφωνα με αυτή τη στρατηγική, οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, που οργανώνονται γύρω από τον εθνικισμό, επικεντρώνονται στις αστικές ή εθνικές δημοκρατικές επαναστάσεις οι οποίες έρχονται σε ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ακόλουθες προλεταριακές και σοσιαλιστικές επαναστάσεις56.

Ουσιαστικά, αυτό ανάγεται στην αντίληψη ότι το άμεσο καθήκον τον Κομμουνιστών είναι η προώθηση της εθνικής απελευθέρωσης μέσω μιας ταξικής συμμαχίας με στόχο ένα εθνικό κράτος, προκειμένου να επέλθει ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και και να ολοκληρωθεί το στάδιο του καπιταλισμού. Η αντίληψη αυτή έβγαλε τον κλασικό μαρξισμό έξω από το γκέτο των ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών, ενώ ταυτόχρονα διατήρησε την παραδοσιακή Μαρξιστική θεωρία της ιστορίας ως κίνησης μέσα από νομοτελειακά στάδια. Πρακτικά, σήμαινε ότι τα Κομμουνιστικά κόμματα των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών κατευθύνθηκαν προς τη συμμαχία με τους εθνικιστές αντί να επικεντρώσουν στην οικοδόμηση ενός ανεξάρτητου και επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως αυτές της Αιγύπτου και της Ινδονησίας, η σύμπραξη αυτή έφερε τραγικά αποτελέσματα, καθώς οι εθνικιστές κατέσφαξαν τους πρώην συμμάχους τους αφότου κατέλαβαν την κρατική εξουσία.

Στις περιπτώσεις αυτές, ο σοσιαλισμός συνδέθηκε με ένα εθνικό και όχι διεθνές σχέδιο και ταυτίστηκε με συγκεκριμένα κράτη και λαούς. Σε πολλές περιστάσεις, αυτό οδήγησε στην απώλεια της ανεξαρτησίας των Κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία μετατράπηκαν σε πιστά μέλη εθνικιστικών κινημάτων που αγωνίζονταν για έναν διαφορετικό καπιταλισμό, με τον κομμουνισμό να μετατίθεται σε ένα ρητορικό και αφηρημένο μέλλον. Έτσι, στην συνάντηση της Οργάνωσης για την Αφροασιατική Αλληλεγγύη το 1965, ο Γκεβάρα υποστηρίζει ότι «η Κούβα συμμετέχει σε αυτό το συνέδριο για να υψώσει μόνη της τη φωνή των λαών της Αμερικής» και ότι «η Κούβα μιλά τόσο με την ιδιότητα της υποανάπτυκτης χώρας όσο και ως χώρα που που οικοδομεί τον σοσιαλισμό». Η Κούβα μοιράζεται με άλλες χώρες την επιθυμία για «την ήττα του ιμπεριαλισμού […] την απελευθέρωση από τα αποικιοκρατικά ή νεοαποικιοκρατικά δεσμά. […] Η ελευθερία θα επιτευχθεί όταν έρθει το τέλος της ιμπεριαλιστικής οικονομικής κυριαρχίας», το οποίο θέτει τις βάσεις για το «μονοπάτι που καταλήγει στον κομμουνισμό», μέσα από τη «βιομηχανική ανάπτυξη»57. Στην ομιλία αυτή δεν υπάρχει τίποτα που να αναφέρεται στην ταξική πάλη ή τον καπιταλισμό ως τέτοιο, παρά μόνο στο «μονοπωλιακό κεφάλαιο», δηλαδή τον ιμπεριαλισμό· εδώ, ο διεθνισμός παρουσιάζεται σαν οικονομική και πολιτική διεθνής αλληλεγγύη ανάμεσα στις χώρες και τους λαούς· οι λαϊκές τάξεις εξαφανίζονται από τη θέση του ιστορικού υποκειμένου και αντικαθίστανται από εθνικιστικά καθεστώτα58. Αυτή η προσέγγιση συχνά συνδέεται με την αντίληψη ότι οι Δυτικοί εργάτες επωφελούνται από τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος τους παρέχει ένα «υψηλότερο επίπεδο ζωής»59.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του κλασικού Μαρξισμού – κατά την οποία οι οπαδοί του δεν είχαν ούτε την ικανότητα να σχετιστούν αποτελεσματικά με τα αντιιμπεριαλιστικά αιτήματα ούτε και τη θέληση να ρίξουν ένα σοσιαλιστικό σύνθημα που να παίρνει σοβαρά τις τοπικές λαϊκές τάξεις – οι μικροί κύκλοι Μαρξιστών του αποικιοκρατούμενου και ημιαποικιοκρατούμενου κόσμου ξεπεράστηκαν εύκολα από τους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές, οι οποίοι ήταν απαλλαγμένοι από την Μαρξιστική θεωρία των σταδίων. Όμως, με την ανάδυση της Κομιντέρν, οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές άρχισαν να αντιμετωπίζουν έναν ισχυρό Μαρξιστικό αντίπαλο από την Αριστερά σε χώρες όπου πριν είχαν τα ηνία. Τα διάφορα ρεύματα του ευρύτερου αναρχικού κινήματος ανταποκρίθηκαν με διάφορους τρόπους.

Οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές που αντιλαμβάνονταν τον εθνικισμό ως προοδευτικό και τη δημιουργία ανεξάρτητων κρατών ως ένα βήμα προς τα εμπρός ήθελαν να οργανώσουν ταυτόχρονα την εργατική τάξη και τους αγρότες για την αναρχική επανάσταση. Ωστόσο, όπως και οι αντίπαλοί τους των Κομμουνιστικών Κομμάτων, ήρθαν αντιμέτωποι με τον πραγματικό κίνδυνο της ενσωμάτωσης από τον εθνικισμό. Οι αναρχικοί και οι συνδικαλιστές που δεν εμπιστεύονταν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα συχνά αποτύγχαναν να αντιμετωπίσουν άμεσα το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και τα συγκεκριμένα εθνικά ζητήματα που επηρέαζαν άμεσα συγκεκριμένα τμήματα της ευρύτερης εργατικής τάξης και των αγροτών του κόσμου. Προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τους Κομμουνιστές, οι οποίοι έθεταν τα ζητήματα αυτά με άμεσο τρόπο.

Το κοινό σημείο ανάμεσα στις δυο παραπάνω οπτικές και τον Λένιν είναι η ταύτιση της εθνικής απελευθέρωσης με τον εθνικισμό. Αυτή η ταύτιση δεν είναι τόσο αυταπόδεικτη όσο φαίνεται: οι αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό και υπέρ της εθνικής απελευθέρωσης έχουν πάρει μια ποικιλία μορφών, από τον θρησκευτικό χιλιασμό μέχρι τον φιλελευθερισμό και τον σοσιαλισμό. Συνεπώς, η συγκεκριμένη πολιτική του εθνικισμού μπορεί να διακριθεί από το σχέδιο της εθνικής απελευθέρωσης κι έτσι μπορεί να διερευνηθεί η πιθανότητα εμφάνισης κάποιου από τους πολλούς τύπους εθνικής απελευθέρωσης. Η τρίτη και πιο εκλεπτυσμένη αναρχική και συνδικαλιστική προσέγγιση πάνω στο ζήτημα της εθνικής απελευθέρωσης και των αντιιμπεριαλιστικών αγώνων βασίστηκε ακριβώς σε αυτή την εννοιολογική διάκριση. Στόχευσε να εμπλακεί σοβαρά στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες και να εκτοπίσει τον εθνικισμό, να ριζοσπαστικοποιήσει την πάλη και να συνενώσει τους εθνικούς και ταξικούς αγώνες σε ένα επαναστατικό κίνημα.

Όσο οι αναρχικοί απέρριπταν την αντίληψη ότι οι φυλετικές προκαταλήψεις και οι διαχωρισμοί ωφελούν κάποιο τμήμα των λαϊκών τάξεων, τόσο ακριβώς απέρριπτε και η συντριπτική τους πλειοψηφία την ιδέα ότι οι Δυτικοί εργάτες αποτελούν μια εργατική αριστοκρατία που επωφελείται από τον ιμπεριαλισμό. Αυτή η θέση προκύπτει εν μέρει από τη Μαρξιστική οικονομική θεωρία. Αν το επίπεδο της εκμετάλλευσης ενός εργάτη εντοπίζεται στη διαφορά ανάμεσα στον μισθό και την απόδοσή του, τότε ο ιδιαίτερα παραγωγικός εργάτης των μηχανοποιημένων βιομηχανιών των βιομηχανοποιημένων χωρών μπορεί να είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης περισσότερο από τον εργάτη σε μια χαμηλής προστιθέμενης αξίας βιομηχανία μιας μη βιομηχανικής χώρας. Δεδομένου ότι ο πρώτος εργάτης μπορεί να παραγάγει μια σχετικά μεγαλύτερη ποσότητα υπεραξίας, ακόμη και αν ο λόγος του κέρδους ανά μεμονωμένο εμπόρευμα είναι μικρότερος, το να κερδηθούν σχετικά υψηλότεροι μισθοί μέσω ταξικών αγώνων είναι πιθανότερο σε αυτά τα πλαίσια παρά αλλού. Συνεπώς, τα άνισα επίπεδα μισθών στις διάφορες χώρες μπορούν να ερμηνευθούν με όρους δυναμικής στο εσωτερικό της κάθε χώρας, παρά μέσω της νεφελώδους αντίληψης ότι ο πλούτος μεταβιβάζεται από το ένα σύνολο λαών στο άλλο.

Παράλληλα, ο ιμπεριαλισμός έχει πολλές αρνητικές συνέπειες για τις εργατικές τάξεις των κυρίαρχων χωρών, οι οποίες έχουν τη μορφή των πολεμικών δαπανών, του μιλιταρισμού, της δημιουργίας εθνικών διαιρέσεων και εχθροτήτων, της ενδυνάμωσης του κρατικού μηχανισμού και των θανάτων χιλιάδων ανθρώπων στα πεδία των μαχών. Αυτές οι ανησυχίες ήταν που οδήγησαν τους αναρχικούς και τους συνδικαλιστές των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να διεξαγάγουν τις δραματικές αντιμιλιταριστικές και αντιιμπεριαλιστικές εκστρατείες που συζητήθηκαν στο κεφάλαιο 8. Η αντίθεσή τους απέναντι στους σύγχρονους πολέμους βασίστηκε στη θέση ότι οι λαϊκές τάξεις δεν έχουν καμία θέση στους πολέμους των αρχόντων τους.

Ο Ρόκερ ήταν ένας από τους λίγους αναρχικούς και συνδικαλιστές που υπέθεσαν πως «μερικές φορές μπορεί κάποιες μικρές ανέσεις να φτάσουν μέχρι τους εργάτες όταν η αστική τάξη της χώρας τους κερδίζει κάποιο πλεονέκτημα έναντι αυτής μιας άλλης χώρας». Απέτυχε να δει το πώς ένας τέτοιος ισχυρισμός υποσκάπτει την αντιπολεμική υπόθεση ή και την ίδια του την αντίληψη ότι «οι εργάτες σε κάθε χώρα» πρέπει «να αντιληφθούν ξεκάθαρα ότι τα συμφέροντά τους είναι παντού τα ίδια … να μάθουν να δρουν από κοινού» και να διαμορφώσουν μια «αποτελεσματική βάση» για τη «διεθνή απελευθέρωση της εργατικής τάξης»60. Επίσης, η ανάλυσή του αποτυγχάνει να δείξει το πώς ακριβώς θα μπορούσαν να κερδηθούν αυτές οι «μικρές ανέσεις» από τους μεγάλους πολέμους του εικοστού αιώνα, για τους οποίους πίστευε ότι καθοδηγήθηκαν από αντίπαλους ιμπεριαλισμούς, και επιπλέον δεν μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι οι σημαντικότερες εξελίξεις στις συνθήκες ζωής των εργατικών τάξεων της Δύσης πραγματοποιήθηκαν μετά το 1945, παράλληλα με και μετά από την κατάρρευση του ιμπεριαλισμού. Και, το σημαντικότερο, ο Ρόκερ απέτυχε να δει ότι το επιχείρημα ότι οι εργάτες των ιμπεριαλιστικών χωρών επωφελούνται από τον ιμπεριαλισμό αναγκαστικά υποσκάπτει τη διεθνή ενότητα, καθώς θέτει αναπόφευκτα τις λαϊκές τάξεις των διάφορων χωρών τη μια ενάντια στην άλλη.

Aναδημοσίευση από alerta.gr

Μετάφραση/ Επιμέλεια: Κωστής

Σημείωση Agitprop Anarquista: Το παρόν κείμενο είναι μέρος του δίτομου έργου των Lucien van der Walt και Michael Schmidt, Μαύρη Φλόγα. Δημοσιεύτηκε αρχικά στο athens.indymedia.org από τον Γιώργο Μεριζιώτη. Η Μαύρη Φλόγα δεν κυκλοφορεί στα ελληνικά.
Στο συγκεκριμένο κείμενο δεν αναγράφονταν οι σημειώσεις.